αεροφαγία

αεροφαγία
Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη έκκριση και κατάποση σάλιου είτε από διάφορες μορφές δυσπεψίας είτε και από τυχόν σπασμούς κατά μήκος του πεπτικού συστήματος. Είναι πιθανό να προέρχεται επίσης από νευρικές διαταραχές ή από την εισπνοή. Τα συμπτώματα της α. είναι ποικίλα: η γλώσσα κοκκινίζει, υπάρχει υπερέκκριση σάλιου, η κοιλιά βρίσκεται σε διάταση, ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα και πόνους στα έντερα. Σε βαρύτερες περιπτώσεις η α. συνοδεύεται από ασθματοειδείς ή ψευδοστηθαγχικές κρίσεις, δύσπνοια, πίεση της καρδιάς από το διάφραγμα.
* * *
η Ιατρ.
η παθολογική κατάποση αέρα. Αποτελεί σύμπτωμα κυρίως γαστρεντερικών παθήσεων, αλλά μπορεί να είναι και ψυχικής αιτιολογίας (διαταραχές τής συναισθηματικής αποφορτίσεως, καταστάσεις συγκρούσεων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < aerophagia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αήρ, -έρος + -φαγία < -φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεροφαγία — η το να καταπιεί κανείς αέρα μαζί με την τροφή: Τα βρέφη παθαίνουν συχνά αεροφαγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεροκατάποση — η Ιατρ. εισαγωγή αέρα στο στομάχι κατά την κατάποση, αεροφαγία* …   Dictionary of Greek

  • αεροφάγος — ο αυτός που πάσχει από αεροφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φάγος < έφαγον, αόρ. β τού εσθίω, πρβλ. αγγλ. aerophagist] …   Dictionary of Greek

  • σιαλοφαγία — η, Ν [σιαλοφάγος] 1. ιατρ. κατάποση υπερβολικής ποσότητας σάλιου, συνήθως σε περιπτώσεις σιαλόρροιας, αλλά και σε συνδυασμό με αεροφαγία 2. (κτην.) (κυρίως στα άλογα) παθολογικό φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στα άλογα και κατά το οποίο το ζώο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”